παρώτης

παρώτης
ὁ, Μ
αυτός που έχει ένα μόνο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -οὖς, ὠτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • АММОНИЙ ДОЛГИЙ — [Безухий] (2 я пол. IV ок. 403), прп., один из егип. братьев отшельников, прозванных за высокий рост Долгими, или Длинными (греч. οἱ Μακροί). 4 брата (А. Д., Евсевий, Диоскор и Евфимий) и 2 сестры удалились в Нитрийскую пустыню (см. Келлиотские… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”